- επιδερμίδα
- η1. το εξωτερικό στρώμα του δέρματος ανθρώπων και ζώων.2. λεπτό στρώμα που καλύπτει την επιφάνεια των φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek
ἐπιδερμίδα — ἐπιδερμίς outer skin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
επιδερμικός — Εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα. Μεταφορικά, ο επιπόλαιος, ο επιφανειακός. (Γεωλ.) Ε. πτυχώσεις ονομάζεται το φαινόμενο της αποκόλλησης των πετρωμάτων που συντελείται όταν όγκοι από σκληρά και βαριά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
παραμήκιο — Γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των βλεφαριδωτών ή εγχυματογενών. To paramaecium aurelia, που παίρνουμε ως παράδειγμα, είναι μονοκύτταρος οργανισμός, σχήματος ωοειδούς, μήκους περίπου 0,25 χιλιοστών, ο οποίος ζει στα εγχύματα και στα βαλτώδη νερά.… … Dictionary of Greek
αναδύματα — Προεκτάσεις της επιδερμίδας των φυτών. Σχηματίζονται από την επιδερμίδα και από τις εσωτερικές κυτταρικές στιβάδες. Α. είναι τα αγκάθια των φυτών, όπως εκείνα της τριανταφυλλιάς ή και τα άγκιστρα όπως εκείνα του λυκίσκου. * * * τα Βοτ. προεκβολές … Dictionary of Greek
λειόχρως — λειόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτό χρως, τρυφερό χρως] … Dictionary of Greek
λευκοφορινόχρους — λευκοφορινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + φορίνη «δέρμα, επιδερμίδα» + χρους (< χρώς), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λευκόχρως — λευκόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χρώς «επιδερμίδα»] … Dictionary of Greek